- γωνιῶδες
- γωνιώδηςangularmasc/fem voc sgγωνιώδηςangularneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
μορένες ή λιθώνες — Υλικά πετρωμάτων που μεταφέρθηκαν και αποτέθηκαν από τους παγετώνες και δημιούργησαν τα μορενικά ή λιθωνικά αποθέματα. Στις περισσότερες περιπτώσεις τα μορενικά υλικά (ετερογενή ως προς τις διαστάσεις και τη λιθολογική τους σύσταση) προέρχονται… … Dictionary of Greek
αζιμούθιο — (Αστρον.). Όρος της αστρονομίας που δηλώνει τη γωνία που μετριέται κατά την ανοδική φορά, από τον νότο (S) προς τα δυτικά (Ο), μεταξύ δύο επιπέδων που περιέχουν την κατακόρυφο του παρατηρητή και διέρχονται το ένα από το σημείο του ορίζοντα Νότος… … Dictionary of Greek
γωνιωτός — ή, ό (AM γωνιωτός, ή, όν) [γωνιούμαι] αυτός που έχει γωνιώδες σχήμα … Dictionary of Greek
δολομίτης — I Ορυκτό, διπλό ανθρακικό άλας του ασβεστίου και του μαγνησίου (CaCO3 MgCO3), με αναλογία 54,35% ανθρακικού ασβεστίου (CaCO3) και 45,65% ανθρακικού μαγνησίου (MgCO3). Όταν ένα μέρος του μαγνησίου υποκατασταθεί από σίδηρο (Fe), προκύπτει μια… … Dictionary of Greek
κολλέγχυμα — Ένας από τους πρωτογενείς ιστούς των φυτών, με στηρικτικό ρόλο. Το κ. αποτελείται από ζωντανά κύτταρα που φέρουν παχιά, μη αποξυλωμένα τοιχώματα, τα οποία είναι στενά συνδεδεμένα μεταξύ τους, κατά κανόνα χωρίς μεσοκυττάριους χώρους. Το τοίχωμα… … Dictionary of Greek
λατύπη — η (Α λατύπη) το απότριμμα τών λίθων που απομένει μετά την πελέκηση ή τη λάξευση, χαλίκι («ἐκ γὰρ τῆς λατύπης σωροί τινες πρὸ τῶν πυραμίδων κεῑνται», Στράβ.) νεοελλ. (πετρογρ.) γωνιώδες αδρομερές τεμαχίδιο που προκύπτει από τη θραύση τών… … Dictionary of Greek
σύμπλεγμα — Όρος, που χρησιμοποιείται στην καθημερινή γλώσσα, μολονότι όχι ακριβολογημένα, για να δείξει την παρουσία αισθημάτων συνειδητών, δυσάρεστων και γεμάτων άγχος, που αφορούν εμάς τους ίδιους ή που αποδίνονται σε άλλους («έχω ένα σωρό συμπλέγματα»,… … Dictionary of Greek
πόρπη — Αντικείμενο από μέταλλο (χαλκό, σίδερο, άργυρο ή χρυσό στην αρχαιότητα) συμπληρωμένο συχνά με άλλες ύλες (κυρίως κόκαλο ή ελεφαντοστό στην αρχαιότητα, πολύτιμους ή ημιπολύτιμους λίθους αργότερα) που χρησιμεύει από τους αρχαιότατους χρόνους για να … Dictionary of Greek
Σανσελάντ, άνθρωπος του- — Απολιθωμένος τύπος ανθρώπου του ανώτερου παλαιολιθικού. Το 1888, δύο Γάλλοι αρχαιολόγοι, οι Φω και Αρντύ, εκτελώντας ανασκαφές κάτω από ένα βραχώδες καταφύγιο στην περιοχή του χωριού Σανσελάντ (Γαλλία), βρήκαν έναν ανθρώπινο σκελετό σ’ ένα στρώμα … Dictionary of Greek